ὑπηρετῇ

ὑπηρετῇ
ὑπηρετέω
do service on board ship
pres subj mp 2nd sg
ὑπηρετέω
do service on board ship
pres ind mp 2nd sg
ὑπηρετέω
do service on board ship
pres subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὑπηρέτῃ — ὑπηρέτης rower masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπηρέτηι — ὑπηρέτῃ , ὑπηρέτης rower masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρλεκίνος — Πρόσωπο της ιταλικής κομέντια ντελ άρτε και έπειτα της κωμωδίας του 18ου αι., πρωταγωνιστής σε πολυάριθμες γαλλικές, ιταλικές κ.ά. κωμωδίες, παντομίμες και μπαλέτα. Το όνομα Α. είναι ίσως παραφθορά του Allchino, όνομα διαβόλου, που ο Δάντης τον… …   Dictionary of Greek

  • πιερότος — Πρόσωπο της Κομέντια ντελ’ άρτε, που προήλθε ίσως από τη φιγούρα του Πεντρολίνο. Ο τύπος που παρουσίαζε εισήχθη στη Γαλλία στο τέλος του 16ου αι. με ιταλικούς κωμικούς θιάσους (από τους διασημότερους ήταν ο θίασος τωνΤζελόζι) και αποτέλεσε μαζί… …   Dictionary of Greek

  • υπηρέτηση — η / ὑπηρέτησις, ήσεως, ΝΑ [ὑπηρετῶ] το σύνολο τών εργασιών τού υπηρέτη, η δουλειά τού υπηρέτη νεοελλ. στρ. το σύνολο τών εργασιών που εκτελούν οι χειριζόμενοι ένα πυροβόλο ή πολυβόλο άνδρες …   Dictionary of Greek

  • υπηρετικός — ή, ό / ὑπηρετικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπηρέτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε υπηρέτη ή σε υπηρέτες (α. «υπηρετικό προσωπικό» β. «ἐν ὑπηρετικῇ μοίρᾳ τινί», Πλάτ.) νεοελλ. 1. δουλοπρεπής, δουλικός («υπηρετική συμπεριφορά») 2. εξυπηρετικός νεοελλ. αρχ …   Dictionary of Greek

  • υπηρετικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με τον υπηρέτη ή τους υπηρέτες: Υπηρετικό προσωπικό. 2. αυτός που ταιριάζει σε υπηρέτη, δουλοπρεπής, δουλικός: Υπηρετική συμπεριφορά. 3. ο εξυπηρετικός, ο πρόθυμος για εκδουλεύσεις, ο συντελεστικός: Η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ήλεκτρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Αγαμέμνονα, όπως διαδόθηκε μέσω της ποιητικής παράδοσης. Οι Έλληνες τραγικοί (ο Αισχύλος στις Χοηφόρους, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης στην Ηλέκτρα) διέδωσαν τον μύθο κατά τον οποίο η Η. εκδικείται την… …   Dictionary of Greek

  • βλάβη — Η κατά παράβαση του νόμου, ή συμβατικής υποχρέωσης, πρόκληση ζημίας σε άλλο πρόσωπο. Προϋποτίθεται ότι μεσολάβησε προσβολή ενός ξένου συμφέροντος που προστατεύεται από το δίκαιο. Η προσβολή αυτή μπορεί να προέρχεται είτε από τη μη εκπλήρωση… …   Dictionary of Greek

  • δουλογραφώ — δουλογραφῶ ( έω) (Μ) 1. καθιστώ κάποιον δούλο, υποδουλώνω 2. τοποθετώ κάποιον κάπου ως υπηρέτη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”